- θοίνη
- θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α)1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» — τροφή για πτηνά, Ευρ.)4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.)5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» — μετά το γεύμαβ) «ἐν θοίνη λέγειν τινά»i) θεωρώ κάποιον ως συνδαιτυμόναii) υπολογίζω κάποιον, λογαριάζω κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο δωρ. τ. θοίνᾱ προέρχεται από *θωι-νά, όπως αποδεικνύει ο αρχ. ενεστ. θῶσθαι = δαίνυσθαι, εὐωχεῖσθαι (Αισχύλ.). Επίσης απαντούν οι γλώσσες τού Ησυχίου θῶται «εὐθηνεῖται, θοινᾶται», θωθῆναι «φαγεῖν, γεύσασθαι», θώσασθαι «εὐωχηθῆναι». Όλες αυτές οι λέξεις είναι δωρικές, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λ. θοίνη είναι δωρικής προελεύσεως και έτσι εξηγείται επίσης η παρουσία τού ā σε πολλά παράγωγα.ΠΑΡ. αρχ. θοινάζω, θοινώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θοιναρμόστρια, θοινοδοτώ. (Β' συνθετικό) εύθοινος, σύνθοινος].
Dictionary of Greek. 2013.